- εμπίεσμα
- ἐμπίεσμαἐμπίεσμαdepressed cranial fracture: neut nom /voc /acc sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ἐμπίεσμα — depressed cranial fracture neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εμπίεσμα — το (AM ἐμπίεσμα) 1. αυτό που έχει προκληθεί από πίεση προς τα μέσα 2. κάταγμα πλατέος οστού με υποχώρηση τού σπασμένου τμήματος προς τα μέσα νεοελλ. θλάση ή εκδορά στην εσωτερική επιφάνεια τών πίσω ποδιών τού ίππου … Dictionary of Greek
ἐμπιέσμασιν — ἐμπίεσμα depressed cranial fracture neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπιέσματος — ἐμπίεσμα depressed cranial fracture neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)